The Aftermath - Part 2

-Άννα!;

Δεν ήταν στη σοφίτα. Το φαγητό της ήταν ανέγγιχτο, ως συνήθως, όπως και τα υπόλοιπα πράγματά της.
Όλα εκτός από την φωτογραφία των γονιών μας. Δεν πήγαινε πουθενά χωρίς αυτή.
Ακόμα κι όταν ήταν μόνη της, τους ένιωθε κοντά της όταν την είχε μαζί της.

Χωρίς δεύτερη σκέψη κατέβηκα από τη σοφίτα.
Άρχισα να τρέχω λαχανιασμένος από δωμάτιο σε δωμάτιο, χωρίς να συνειδητοποιώ ότι κάνω φασαρία.
Δεν ήταν πουθενά.
Κατέβηκα τις σκάλες του δεύτερου ορόφου και μέσα στον πανικό μου, άρχισα να φωνάζω το όνομά της.
Ένιωθα τα πόδια μου να τρέμουν.

Δεν πέρασε στιγμή και άκουσα το παράθυρο της κουζίνας να σπάει.
Είχανε μπει στο σπίτι.
Μέχρι να αντιληφθώ τι συνέβη άκουσα βήματα από πίσω μου.
Σταμάτησαν.
Ένα ρίγος με διαπέρασε. Μια στιγμή τρόμου, μου φάνηκε αιωνιότητα.

"Είναι πίσω σου... Κάτι πρέπει να κάνεις... Τρέξε!"

Μια κραυγή διέλυσε τις σκέψεις μου και αμέσως έτρεξα στις σκάλες.
Ενώ κατευθυνόμουν να προς στο δωμάτιό μου, άκουγα τα βήματα και τις κραυγές τους να με πλησιάζουν.
Κλείδωσα την πόρτα  και βγήκα στο μπαλκόνι. Έκλεισα πρόχειρα το παντζούρι ελπίζοντας ότι έτσι θα κερδίσω λίγο χρόνο.
Το μπαλκόνι μου βρισκόταν στο πίσω μέρος του σπιτιού, απέναντι από το δάσος.
Με την αδερφή μου σκοπεύαμε να αναζητήσουμε καταφύγιο εκεί. Είναι το μόνο ασφαλές μέρος.

Δεν είχα λοιπόν άλλη επιλογή από το να κατέβω και να τρέξω προς τα κει.
Κρεμάστηκα από το μπαλκόνι και ξαφνικά, άκουσα την πόρτα του δωματίου να σπάει.
Αμέσως άφησα τα χέρια μου και προσγειώθηκα στο καπό του αυτοκινήτου μας.
Έριξα μια τελευταία ματιά στο σπίτι και άρχισα να τρέχω προς το χωματόδρομο που οδηγούσε στο δάσος.


Είχα ήδη απομακρυνθεί από το σπίτι, παρόλα αυτά συνέχισα να τρέχω.
Μπορούσες ακόμα να ακούσεις τις κραυγές τους.
Δεν σταματάνε να σε κυνηγούν εκτός αν καταφέρεις να ξεφύγεις και σε χάσουν για τα καλά.
Μολονότι η πόλη βρίσκεται έξω από το δάσος, υπάρχουν μερικά σπίτια μέσα σε αυτό.
Ίσως έβρισκα κάποιο μέρος να κρυφτώ...

Όσο περνούσε η ώρα τόσο σκεφτόμουν  τι απέγινε η αδερφή μου.
"Γιατί έφυγε;"
"Μου υποσχέθηκε πως δεν θα ξαναφύγει από το σπίτι." 

Είναι πολύ αργά όμως για να γυρίσω πίσω.

"Η μόνη μου ελπίδα για να παραμείνω ζωντανός στο δάσος είναι να μείνω στο χωματόδρομο."
"Ίσως..."
"Ίσως έτσι βρω και την αδερφή μου... Ίσως να πήγε και αυτή στο δάσος..."


Ο ήλιος κόντευε να φτάσει στη δύση του. Δεν θα αργούσε και το κρύο να κάνει την εμφάνισή του.

Λίγο αργότερα ο δρόμος έγινε φαρδύς και φάνηκε ένα σπίτι.
Ήταν σχετικά παλιό, διώροφο σαν το δικό μας, με πέτρινους τοίχους.
Έτρεξα προς το μέρος του, σταμάτησα όμως φοβούμενος ότι κάποιος μπορεί να είναι μέσα.
Δεν φάνηκε κανένα φως από τα παράθυρα και η πόρτα ήταν ήδη ανοιχτή.

Μπήκα μέσα.
Δεν ήταν κανείς. Ή τουλάχιστον έτσι φαινόταν.
Αν και παλιό, το εσωτερικό του σπιτιού ήταν σε καλή κατάσταση.
Η πόρτα δεν έκλεινε. Χρειαζόταν κάποιο κλειδί, αλλά δεν υπήρχε τίποτα.
Έλεγξα τα ντουλάπια της κουζίνας μήπως βρω κάτι φαγώσιμο.
Άδεια.
Ανέβηκα στο δεύτερο όροφο. Οι δυνάμεις μου, με είχαν εγκαταλείψει και έπρεπε βρω κάπου να κοιμηθώ.
Στο τέλος του διαδρόμου βρήκα ένα μικρό δωμάτιο. Υπήρχε ένα παράθυρο στο εσωτερικό του
που κοιτούσε στην είσοδο του σπιτιού.

"Είναι ότι πρέπει."

Ένα μεταλλικό αντικείμενο στο κομοδίνο του δωματίου μου τράβηξε την προσοχή .
Ήταν ένα παλιό colt.
Πάει καιρός από τότε που έπιασα όπλο στα χέρια μου.
Είχε μόνο τρεις σφαίρες μέσα του. Τουλάχιστον πλέον ένιωθα ασφαλής.

Ξάπλωσα στο στρώμα του δωματίου. Χρειάζομαι ύπνο για να συνεχίσω αύριο το πρωί.
"Ίσως με περιμένει η αδερφή μου..."

...

"Πάλι αυτό το περίεργο συναίσθημα..."
"Αυτή τη φορά είναι διαφορετικό... Σαν κάποιος να έχει εστιάσει το βλέμμα του πάνω μου."

Δεν ήμουν σίγουρος αν φοβόμουν.
Ένιωθα σαν να μην ήμουν μόνος πλέον...

-Ιορδάνη..;


End of Part 2

The Aftermath - Part 1

"Ησυχία."

Πάει καιρός από τότε που έκανε τέτοια ησυχία.
Από τότε που ο κόσμος ήταν ακόμα φυσιολογικός.
Παρόλα αυτά, δεν μπορώ να βγάλω αυτούς τους ήχους από το κεφάλι μου.
Ξεκινάει με ένα ουρλιαχτό. Δεν μπορείς να προσδιορίσεις από που προέρχεται.
Στην συνέχεια βήματα. Τους ακούς να τρέχουν. Πάντα τρέχουν.
Ο ήχος γίνεται όλο και πιο δυνατός.
Σχεδόν νιώθεις την καρδιά σου να χορεύει στους ήχους των ποδιών τους.
Μπορείς να ακούσεις τις ανάσες τους. Και όταν σπάσει η πόρτα ή κάποιο παράθυρο, κραυγές αγωνίας και θανάτου.
Πάντα...
Σαν κασέτα που επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά...

Πλέον δεν ξέρω τι είναι χειρότερο. Οι ήχοι της απόλυτης φρίκης, που ένας θεός ξέρει πόσους εφιάλτες μας έχουν προκαλέσει, ή το απόλυτο τίποτα; Αυτή η σιωπή με το ανυπόφορο αίσθημα της αναμονής, που αναρωτιέσαι τι και πότε θα συμβεί.
Σε λίγες μέρες, ώρες... λεπτά;
Και δυστυχώς αυτή η μαύρη πραγματικότητα δεν σου αφήνει περιθώρια για αισιόδοξες σκέψεις.
Έχω δει τι μπορούν να σου κάνουν.

"Τι σε κάνεις να πιστεύεις ότι θα παραμείνεις ζωντανός; Είναι θέμα χρόνου να σε βρουν. 
Απλά σκοτώνεις τον εαυτό σου αργά-αργά, κομμάτι-κομμάτι, μέρα με την μέρα. 
Αρχίζεις να τα χάνεις..."

"Όχι."
"Σύνελθε. Σκέψου την αδερφή σου. Δεν θα άφηνες να της συμβεί κάτι.
Δεν θα μπορούσες να αντέξεις κάτι τέτοιο στη συνείδησή σου αν..."

Όχι. Δεν θα συγχωρούσα ποτέ τον εαυτό μου.

Έριξα μια ματιά στην αδερφή μου. Κοιμάται ήσυχη. Ποιος ξέρει τι βλέπει στα όνειρά της...
Το πρόσωπό της ανέκφραστο. Δεν έχει αλλάξει από τότε που μας άφησε ο πατέρας μας.
Μας είχε κλειδώσει στο υπόγειο. Δεν μας είπε γιατί. Παρόλο που προσπαθούσε να φανεί ήρεμος, μπορούσες να διαβάσεις στο πρόσωπό του ότι κάτι επρόκειτο να συμβεί.
Άναψε ένα τσιγάρο και έκατσε έξω στην αυλή.
Ώσπου ήρθαν αυτοί.
Δεν θέλω να θυμάμαι...

Πρέπει κάτι να κάνω. Πρέπει να απασχολήσω το μυαλό μου, έστω για λίγα λεπτά.
Όσο κάθομαι και σκέφτομαι τόσο χειρότερα γίνομαι.

-Επιστρέφω...

Οτιδήποτε θεωρούσα ασήμαντο κάποτε, ξαφνικά απέκτησε αξία. Ένα παλιό περιοδικό, μια εφημερίδα ακόμα και ένα σχολικό βιβλίο.
Όλα είναι διαφορετικά πλέον.

Σχεδόν νύχτωσε. Είμαστε πιο ασφαλείς τη νύχτα. Δεν μπορούν να σε δουν καλά. Μπορείς εύκολα να τους ξεγελάσεις.
Παρόλα αυτά κοιμόμαστε στη σοφίτα. Ποτέ δεν ξέρεις.
Χρειαζόμαστε ξεκούραση. Αύριο είναι η μεγάλη μέρα.
Ακόμα έχω τις αμφιβολίες μου για αυτό που πάμε να κάνουμε. Δεν έχουμε όμως άλλη επιλογή.

Την μισώ τη σοφίτα...

...

Ένα περίεργο συναίσθημα...
"Κάτι δεν πάει καλά..."
Κοιτάζω αριστερά-δεξιά προσπαθώντας να συνέλθω από τον ύπνο.
-Άννα..; Ξύπνα...
-Άννα;
Κοιτάζω την κουβέρτα της και δεν είναι εκεί.
Η πόρτα της σοφίτας είναι ανοιχτή.

-ΆΝΝΑ;!


End of Part 1